ενδημιουργώ

ενδημιουργώ
ἐνδημιουργῶ, -έω (Α)
πλάθω, δημιουργώ κάτι που δεν υπάρχει («τερατουργίαι... ἐνδημιουργοῡσαι φάσματα», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”